εύεδρος

εύεδρος
-η, -ο (Α εὔεδρος, -ον)
νεοελλ.
(ορυκτ.) ο κρύσταλλος που έχει κανονικές έδρες ή καθετί που έχει κανονικές κρυσταλλικές έδρες
αρχ.
1. (για θεούς) αυτός που έχει λαμπρή έδρα, λαμπρό θρόνο («ἰὼ μάκαρες καὶ εὔεδροι», Αισχύλ.)
2. αυτός που κάθεται καλά, στέρεα
3. εδραιωμένος καλά, ισορροπημένος
4. (για πλοίο) αυτός που έχει καλά καθίσματα, ο εΰσσελμος
5. ο ταιριαστός, ο αρμόδιος
6. φρ. «καθέδρα εὔεδρος» — ασφαλές κάθισμα πάνω στο άλογο
7. φρ. «ὄρνιν οὐκ εὔεδρον» — οιωνός που δεν εμφανίζεται σε εύθετο χρόνο, Αιλ.).
επίρρ...
εὐέδρως (Α)
βεβαίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -εδρος (< έδρα), πρβλ. πολύ-εδρος, πρό-εδρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εὐεδρότερον — εὔεδρος on stately throne adverbial comp εὔεδρος on stately throne masc acc comp sg εὔεδρος on stately throne neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐέδρως — εὔεδρος on stately throne adverbial εὔεδρος on stately throne masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔεδρον — εὔεδρος on stately throne masc/fem acc sg εὔεδρος on stately throne neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔεδροι — εὔεδρος on stately throne masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”